-
1 ἐνδυκέως
ἐνδυκέως: duly, attentively, kindly; τρέφειν, Il. 23.90; φείδεσθαι, Il. 24.158; ὁμαρτεῖν, Il. 24.438; oftener in Od., with φιλεῖν, πέμπειν, λούειν, κομεῖν, etc.; ἐνδυκέως κρέα τ' ἤσθιε πῖνέ τε οἶνον, ‘with a relish,’ Od. 14.109.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐνδυκέως
См. также в других словарях:
ενδυκέως — ἐνδυκέως (Α) επίρρ. 1. με επιμέλεια, πρόθυμα, εγκάρδια 2. σταθερά 3. άπληστα, με βουλιμία («ἐνδυκέως κρέα τ ἤσθιε, πῑνέ τε οἶνον») … Dictionary of Greek